- σπηλαιῶδες
- σπηλαιώδηςcavern-likemasc/fem voc sgσπηλαιώδηςcavern-likeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπηλαιώδης — ες, ΝΜΑ [σπήλαιον] όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες») 2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek